- ευδιάγωγος
- εὐδιάγωγος, -ον (ΑΜ)εύθυμος, ευχάριστος («ὅπως ἀναπαύλας εὐδιαγώγους καὶ ἡδονὰς ἑαυτῷ πορίζῃ», Φιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δι-αγωγή (< δι-άγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδιάγωγον — εὐδιάγωγος cheerful masc/fem acc sg εὐδιάγωγος cheerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαγωγοτέρους — εὐδιάγωγος cheerful masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαγώγου — εὐδιάγωγος cheerful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιαγώγους — εὐδιάγωγος cheerful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)